κατάπρωτος,  -η, -ο

κατάπρωτος,  -η, -ο
κατάπρωτος, -η, -ο επίρρ. ο πρώτος από τους πρώτους: Βγήκε κατάπρωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάπρωτος — η, ο ο πρώτος από τους πρώτους, πρώτιστος. επίρρ... κατάπρωτα πρώτα πρώτα, πρωτίστως, πρώτιστα, κυριότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρῶτος. Η λ., στο θηλ. κατάπρωτη, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”